μυγιάζομαι

μυγιάζομαι
αμετ.
1) быть искусанным, ужаленным (мухами, слепнями и т. п.);

μυγιάστηκε το άλογο — лошадь заели слепни;

2) перен. быть обидчивым, недотрогой; быть слишком чувствительным, ранимым;

μυγιάζεται με το παραμικρό — он обижается из-за всякого пустяка;

§ οποίος έχει τη μύγα μυγιάζεται — погов, на воре шапка горит


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μυγιάζομαι" в других словарях:

  • μυγιάζομαι — βλ. πίν. 36 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μυγιάζομαι — [μύγα] 1. (για ζώα) με πιάνει η μύγα, οιστρηλατούμαι («αυτό το βόιδι το μανό, π όσο βαθιά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει», Βαλαωρ.) 2. (για πρόσ.) είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ εύκολα τους άλλους επειδή θεωρώ πως ό,τι κι αν… …   Dictionary of Greek

  • μυγιάζομαι — μυγιάστηκα 1. με ενοχλεί η μύγα. 2. μτφ., είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ τους άλλους εύκολα. 3. παροιμ. φρ., «Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται», για κάποιον που νιώθει ενοχή για κάτι που ακούει, επειδή θεωρεί ότι αφορά τον ίδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυγιαστήρι — το θύσανος απο μακριές τρίχες ενωμένες σε λαβή για να διώχνονται οι μύγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυγιάζομαι + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • ψυχανεμίζομαι — ψυχανεμίστηκα, υποψιάζομαι κάτι, μυρίζομαι, μυγιάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»